ξυλίνης

ξυλίνης
ξύλινος
of wood
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαλανοδόκη — βαλανοδόκη, η (Α) η τρύπα στην παραστάδα της θύρας, στην οποία έφθανε η βάλανος περνώντας μέσα από την τρύπα της ξύλινης αμπάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + δόκη < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek

  • κορνέτα — η 1. είδος μικρής ξύλινης σάλπιγγας με σχήμα μικρού κέρατος 2. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο και έμβολα προσαρμοσμένα με κατάλληλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornetta] …   Dictionary of Greek

  • κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • μουρέλο — το 1. χοντρό και επίμηκες τμήμα αντικειμένου, όπως π.χ. ξύλου 2. ναυτ. κοινή ονομασία τού εμβολαίου, μικρής ξύλινης σφήνας που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη θηλειών ή για τη σύνδεση σχοινιών με τα άκρα τους διαμορφωμένα σε θηλειές 3. (στην… …   Dictionary of Greek

  • μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… …   Dictionary of Greek

  • μπουλόνι — το το βλήτρο, μετάλλινο κυλινδρικό στέλεχος, γόμφος με βιδωτή κεφαλή στο ένα ή και στα δύο άκρα, για τη σύνδεση δύο μερών ενός μηχανισμού ή μιας μετάλλινης ή ξύλινης κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulon < γαλλ. boule «μεταλλική σφαίρα» <… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοδεσία — και ξυλοδεσιά, η 1. η απλή και στερεή σύνδεση τών τεμαχίων τών ξύλων στις διάφορες κατασκευές από ξύλο 2. το σύνολο ξύλινης κατασκευής 3. ξύλινος σκελετός οικοδομής που αποτελείται από δοκάρια και υποστυλώματα κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλόφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”